- ἐυστέφανον
- εὐστέφανοςwell-girdledmasc/fem acc sg (epic)εὐστέφανοςwell-girdledneut nom/voc/acc sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐστέφανον — εὐστέφανος well girdled masc/fem acc sg εὐστέφανος well girdled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευστέφανος — εὐστέφανος, ον (ΑΜ) (A και ἐϋστέφανος, ον ο στολισμένος ωραία με στεφάνι, ο καλά στεφανωμένος (α. «ἐϋστέφανοι θεῶν θυσίαι», Αριστοφ. β. «οὐρανὸν εὐστέφανον τοῑς ἄστρασι γενέσθαι», Κ. Μανασσ.) αρχ. 1. (ως επίθ. θεών, όπως τής Αρτέμιδος, τής… … Dictionary of Greek